Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Τάπιες, Aντόνιο — (Tάpies, Βαρκελόνη 1923). Ισπανός ζωγράφος. Είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ισπανικού καλλιτεχνικού ρεύματος που συνδέεται στενότερα με τη διεθνή ανανέωση των αισθητικών αντιλήψεων. Το 1948, αφού παρέμεινε για ένα διάστημα στο… … Dictionary of Greek
κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… … Dictionary of Greek
περιλίθωση — η, Ν (παλαιοντ.) περίπτωση απολίθωσης κατά την οποία ο σκελετός τού ζώου ή τού φυτού περιβάλλονται από φλοιό ανθρακικού ασβεστίου, σε σπηλιές όπου σχηματίζονται σταλακτίτες και σταλαγμίτες, ή άμορφου διοξειδίου τού πυριτίου σε πυριτιούχες θερμές… … Dictionary of Greek
πυριτικός — ή, ό, Ν [πυρίτιο] χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρίτιο 2. (για χημικές ουσίες) αυτός που περιέχει πυρίτιο 3. φρ. α) «πυριτικά ορυκτά» (ορυκτ.) ενώσεις πυριτίου και οξυγόνου οι οποίες αποτελούν τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων που… … Dictionary of Greek
Ντβόρζακ, Αντονίν — (Antonin Dvorak, Νεχαλόζεβες, Πράγα 1841 – Πράγα 1904). Βοημός συνθέτης. Από φτωχούς γονείς –ο πατέρας του ήταν ο χασάπης του χωριού– ο Ν. από μικρό παιδί έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική ακούγοντας και συχνά ακολουθώντας στα μικρά τους ταξίδια… … Dictionary of Greek
Φοτριέ, Ζαν — (Fautrier, Παρίσι 1898 – Σατενέ Μαλαμπρί, O ντε Σεν 1964). Γάλλος ζωγράφος. Σε ηλικία 9 ετών, μετά τον θάνατο του πατέρα του, εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Μεγάλη Βρετανία και σπούδασε πρώτα στη Βασιλική Ακαδημία και κατόπιν στη Slade School … Dictionary of Greek